κάντινα

κάντινα
η
είδος μυκήτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καντίνα — η (λ. ιταλ.), τόπος όπου πουλούνται είδη καθημερινής χρήσης μέσα σε στρατόπεδο, εργοστάσιο κτλ.: Σε ώρα ασκήσεων δεν πρέπει οι στρατιώτες να είναι στην καντίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καντίνα — (I) η στεγασμένο ή όχι κυλικείο όπου πωλούνται αναψυκτικά, πρόχειρα φαγητά και διάφορα αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cantina]. (II) η η κυρίως σύζυγος τού σουλτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kadine] …   Dictionary of Greek

  • καντινίαση — η είδος μυκητίασης που προκαλείται από τους μύκητες κάντινα* …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • καπηλείο ή καπηλειό — Γενική ονομασία για το οινοπωλείο, το οινομαγειρείο, την ταβέρνα, την καντίνα. Στην αρχαία Ελλάδα, κ. ονομαζόταν ο υπαίθριος χώρος ή το κατάστημα όπου οι κάπηλοι (έμποροι) μεταπωλούσαν λιανικώς διάφορα εμπορεύματα ή προϊόντα, όπως ψωμί, λάδι,… …   Dictionary of Greek

  • Νάγκι, Λάγιος — (Lajos Nagy, Άποσταγκ 1883 – Βουδαπέστη 1954). Ούγγρος συγγραφέας. Άρχισε να δημοσιεύει νουβέλες του μετά το 1908 στο περιοδικό Nyugat. Συνεργάστηκε σε διάφορα περιοδικά της αριστεράς και περίπου το 1930 εγκαινίασε ένα λογοτεχνικό είδος με τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”